πικραγαπημένος

πικραγαπημένος
-η, -ο, Ν
αγαπημένο πρόσωπο τού οποίου οι περιπέτειες ή ο θάνατος προκαλούν πίκρα, ψυχική οδύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)-* + αγαπημένος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πικρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λ. τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πικρός ή στο επίρρ. πικρά και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι πικρό στη γεύση (πρβλ. πικραμύγδαλο, πικρόγλυκος, πικρόμηλο), επώδυνο, οδυνηρό, δυσάρεστο (πρβλ. πικραγαπημένος, πικροβάσανα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”